Το εν λόγω σ/ν επιφέρει δραστικές αλλαγές στην υφιστάμενη περιβαλλοντική νομοθεσία, οι οποίες αναμένεται να προκαλέσουν σημαντική υποβάθμιση στην ποιότητα του περιβάλλοντος, καθώς και κινδύνους νέων δικαστικών διαδικασιών κατά της χώρας. Ο χρόνος που έχει δοθεί για διαβούλευση είναι υπερβολικά περιορισμένος, συνεπώς είναι απολύτως αναγκαίο να δοθεί μεγαλύτερη ευχέρεια επεξεργασίας και τοποθέτησης από τους ενδιαφερόμενους φορείς. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο, παραθέτουμε τους κύριους προβληματισμούς μας για ορισμένες από τις σημαντικότερες προβληματικές νέες προβλέψεις:
- Περιβαλλοντική αδειοδότηση
Καταργείται στην πράξη ο ουσιαστικός έλεγχος σε ό,τι αφορά την περιβαλλοντική αδειοδότηση μέσω: • Επαναλαμβανόμενων προβλέψεων σφιχτών προθεσμιών απάντησης από τις υπηρεσίες, οι οποίες δεν είναι δυνατό να τηρηθούν. Με την παρέλευση των προθεσμιών, η γνωμοδότηση θεωρείται θετική. • Της εξάλειψης του σταδίου της δημοσιοποίησης και δημόσιας διαβούλευσης. • Της κατάργησης των υπηρεσιών περιβαλλοντικής αδειοδότησης μέσω μεταφοράς της αρμοδιότητας στον ΓΓ ΥΠΕΝ ή άλλης, μη σχετικής, αδειοδοτούσας υπηρεσίας. • Της εισαγωγής ιδιωτών αξιολογητών ΜΠΕ, με την υποχρέωση των υπηρεσιών να διευκολύνουν τον ιδιώτη. Αυτός, θα ορίζεται με κλήρωση ή και με επιλογή του φορέα του έργου(!).
Γενικότερα, η περιβαλλοντική αδειοδότηση φαίνεται να είναι προβληματική, μη αποβλέπουσα στη θωράκιση και διασφάλιση περιβάλλοντος και επιχειρήσεων ως όφειλε. Ας τονισθεί ότι τέτοιες επιχειρήσεις εν γένει ωφελούνται τόσο από καλή ποιότητα περιβάλλοντος, όσο και από μια συνεκτική και σαφή νομοθεσία.
- «Μηχανιστική» θεώρηση του φυσικού περιβάλλοντος και χαλάρωση καθεστώτων προστασίας
Τα χωροταξικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται για το δομημένο περιβάλλον μεταφέρονται μηχανιστικά και στο φυσικό περιβάλλον, σε ευθεία αντίθεση με τη θεώρηση του φυσικού περιβάλλοντος ως προστατευτέου αντικειμένου, συμπεριλαμβανομένων των βιολογικών ειδών και των οικοτόπων του. Η προσέγγιση αυτή που αντιμετωπίζει το περιβάλλον υπό το πρίσμα των «χρήσεων γης» έρχεται σε αντίθεση με τη διεθνή πρακτική (π.χ. κατηγορίες Προστατευόμενων Περιοχών της IUCN) και την επιστήμη της οικολογίας.
Επιπλέον, είναι απαράδεκτη η επέκταση των επιτρεπόμενων σε προστατευόμενες περιοχές δραστηριοτήτων, χωρίς μάλιστα αιτιολόγηση, σε πολλές, ασύμβατες με το σημερινό νομικό καθεστώς, κατηγορίες.
- Κατάργηση των Φορέων Διαχείρισης
Οι Φορείς Διαχείρισης, κατά το πνεύμα του τότε νομοθέτη, αλλά και στον πυρήνα της διαμόρφωσής τους, είναι φορείς «τοπικότητας», αποκέντρωσης και διαβούλευσης.
Παρά την προβληματική λειτουργία πολλών φορέων μέχρι σήμερα, η εικοσαετής εμπειρία στον ρόλο αυτό και η αντίστοιχη αλληλεπίδραση με τις τοπικές κοινωνίες δεν είναι δυνατόν να διαγραφούν όπως εξαγγέλλεται από το σ/ν.
Τη θέση των ΦΔ παίρνει μία υπηρεσία στην πρωτεύουσα, υπονομεύοντας έτσι τα όποια ψήγματα τοπικής διαβούλευσης και αποκέντρωσης. Η μετάβαση στο νέο σύστημα παραπέμπεται στο μέλλον, με κίνδυνο απώλειας σημαντικών κονδυλίων από προγράμματα του ΥΠΕΝ και των Περιφερειών ενταγμένα στο ΕΣΠΑ που εκτελούνται σήμερα.
- Δασικά θέματα
Η εξέταση της υπαγωγής μιας έκτασης στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας θα καταστεί αναξιόπιστη προς όφελος της ταχύτητας διεκπεραίωσης των υποθέσεων. Ο αριθμός των υποθέσεων που πρέπει να υπογράφονται σε κάθε συνεδρίαση της ΕΠ.Ε.Α. είναι απολύτως μη ρεαλιστικός και θα οδηγήσει σε επιφανειακή διεκπεραίωσή τους, ώστε να είναι δυνατή η αποζημίωση των μελών της.
Με βάση τα παραπάνω, και ανεξάρτητα από τα όποια θετικά στοιχεία μπορεί να περιέχει το σ/ν, είναι απαραίτητη η απόσυρσή του ώστε να επανέλθει με διαφορετική φιλοσοφία και προσέγγιση, έπειτα από ικανό χρόνο σοβαρής διαβούλευσης, ιδίως με τους αρμόδιους επιστημονικούς φορείς. Καλούμε και τις άλλες επιστημονικές εταιρείες της χώρας (Ελληνική Ζωολογική Εταιρεία, Ελληνική Βοτανική Εταιρεία, Ελληνική Εντομολογική Εταιρεία, Ελληνική Ερπετολογική Εταιρεία) να ζητήσουν την απόσυρση του συγκεκριμένου ν/σ και να ενημερώσουν το ευρύ κοινό για το αίτημα αυτό.