Seebens H. et al. (including M. Arianoutsou). 2017. No saturation in the accumulation of alien species worldwide. Nature Communications, 8, 14435 doi: 10.1038/ncomms14435.
Τα εισβάλλοντα είδη, μπορούν να προκαλέσουν ανεπανόρθωτες ζημίες στη δομή και τη λειτουργία των οικοσυστημάτων αλλά και στις λεγόμενες υπηρεσίες τους. Καταστρέφουν φυτείες, φράζουν τη ροή ποταμών, καθιστούν το έδαφος όπου κυριαρχούν εντελώς αφιλόξενο για τη φυσική χλωρίδα, εκδιώκουν ιθαγενή είδη εντόμων τόσο χρήσιμα για την επικονίαση και τελικά την καρποφορία των γηγενών ειδών, αλλοιώνουν ενδιαιτήματα ειδών λειτουργώντας ως θηρευτές σε νησιά εκτοπίζοντας ακόμη και σπάνια ενδημικά είδη, ενώ το κόστος εκρίζωσης ή καταπολέμησής τους ανέρχεται σε δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο. Παρά τις προσπάθειες, σε παγκόσμιο επίπεδο, ελέγχου του ρυθμού εξάπλωσης των λεγόμενων βιολογικών εισβολών δεν υπάρχουν ενδείξεις μείωσης ή συγκράτησης αυτού του ρυθμού, με εξαίρεση ίσως για ορισμένα θηλαστικά και ιχθύες.
Στην εργασία αυτή, μια μεγάλη διεθνής ομάδα επιστημόνων, αναζήτησε πηγές για την πρώτη τεκμηριωμένη καταγραφή ξενικών ειδών, από κουνούπια μέχρι μεγάλα θηλαστικά, σε περισσότερες από 280 ηπειρωτικές χώρες και νησιά. Συγκεντρώθηκαν έτσι 45.813 καταγραφές για 16.926 εγκατεστημένα είδη φυτών, θηλαστικών, εντόμων, πουλιών, και ψαριών, οι οποίες αναλύθηκαν ως προς τις χρονικές τάσεις εισβολής και ως προς τις τάσεις "κορεσμού" των εισβολών.
Από το 1800 η ταχύτητα εισβολής καταγράφεται αυξητική για όλες τις ταξινομικές ομάδες, με τον απόλυτο αριθμό νέων καταγραφών να ανέρχεται στο 1,5/ημέρα το 1996. Οι εισβολές των φυτικών ειδών παρουσίασαν μέγιστο τον 18ο αιώνα, πιθανότατα λόγω αύξησης του διεθνούς εμπορίου. Τα θηλαστικά και τα ψάρια παρουσίασαν μέγιστα γύρω στο 1950. Ωστόσο, οι καταγραφές άλλων ειδών, όπως φύκη, μαλάκια, έντομα εμφάνισαν έντονα αυξητικό ρυθμό μετά το 1950, πιθανότατα εξ αιτίας της κλιματικής αλλαγής, και των τάσεων που επικράτησαν στο διεθνές εμπόριο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Καταγράφηκε επίσης ισχυρή σύνδεση μεταξύ της εξάπλωσης των ξενικών ειδών φυτών και ζώων που μπορούν να μεταφερθούν στο έρμα των πλοίων και των τιμών αγοράς προϊόντων που εισάγονται σε κάθε περιοχή.
Η συνεχιζόμενη αύξηση στους αριθμούς των ειδών που καταγράφονται για πρώτη φορά μας επιτρέπει να υποθέσουμε πως νέα ξενικά είδη θα συνεχίσουν να φτάνουν στις διάφορες περιοχές του κόσμου, μια και όπως αποδεικνύεται, τα υπάρχοντα εργαλεία και μέθοδοι παρεμπόδισης των βιολογικών εισβολών δεν είναι αρκετά αποτελεσματικά ώστε να μειώσουν το ρυθμό εισβολών. Τα μονοπάτια (pathways) μέσω των οποίων εισάγονται τα ξενικά είδη σε νέες περιοχές επίσης αλλάζουν τάχιστα, ιδιαίτερα όσα συνδέονται με διεθνές εμπόριο, τουρισμό, γεωργία, κατασκευές και δημιουργία νέων διαδρόμων που έμμεσα σχετίζονται και με την κλιματική αλλαγή, όπως για παράδειγμα, η διάνοιξη διαδρομών πλεύσης πλοίων στην Αρκτική. Οι μελλοντικές απειλές μπορεί να είναι πολύ σοβαρότερες στις αναδυόμενες οικονομίες εξ αιτίας αυτών των παραγόντων.
Αν και οι επιπτώσεις των βιολογικών εισβολών έχουν αναγνωριστεί στη διεθνή (και Ευρωπαϊκή) νομοθεσία ως ιδιαίτερα σοβαρές, η ανάγκη εφαρμογής αποτελεσματικών πολιτικών πρόληψης σε όλες τις κλίμακες (εθνικές, διεθνείς) καθίσταται έκδηλη και ισχυρή. Όπως αναδείχτηκε στο στρατηγικό σχέδιο για τη Βιοποικιλότητα του 2020, οι ενέργειες που αναλαμβάνονται για την πρόληψη και την αντιμετώπιση των Βιολογικών Εισβολών είναι ανεπαρκείς.
http://www.nature.com/articles/ncomms14435