Functional biogeography of oceanic islands and the scaling of functional diversity in the Azores.

Whittaker, R.J., Rigal, F., Borges, P.A.V., Cardoso, P., Terzopoulou, S., Casanoves, F., Pla, L., Guilhaumon, F., Ladle, R.J., Triantis, K.A. 2014. Functional biogeography of oceanic islands and the scaling of functional diversity in the Azores. Proceedings of the National Academy of Sciences of the United States of America, 111 (38), pp. 13709-13714.

Η μελέτη των προτύπων πλούτου σε γεωγραφικώς απομονωμένα νησιά υπήρξε καθοριστική στην ανάπτυξη της θεωρίας της βιογεωγραφίας. Ωστόσο, μέχρι σήμερα, η σύνδεση των προτύπων αυτών με τα λειτουργικά χαρακτηριστικά των ειδών παραμένει ασαφής: λίγες μόνο μελέτες έχουν περιγράψει πρότυπα λειτουργικής ποικιλότητας σε νησιωτικά οικοσυστήματα αλλά και τον τρόπο που αυτά επηρεάζονται από την εισαγωγή μη-ιθαγενών, ξενικών ειδών.

Στην παρούσα εργασία χρησιμοποιήσαμε ένα σύνολο λειτουργικών χαρακτήρων των ειδών αραχνών και κολεοπτέρων των εννέα νησιών του αρχιπελάγους των Αζορών και συγκρίναμε τα πρότυπα λειτουργικής ποικιλότητας μεταξύ ενδημικών, ιθαγενών-μη ενδημικών (που μαζί με τα ενδημικά συνθέτουν το σύνολο των ιθαγενών ειδών) και ξενικών ειδών, για την κάθε ταξινομική ομάδα ξεχωριστά.

Η εκτίμηση της λειτουργικής ποικιλότητας κάθε υποσυνόλου ειδών ανά νησί έγινε με τον δείκτη λειτουργικού πλούτου Fric. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, το σύνολο των λειτουργικών χαρακτηριστικών που εκπροσωπούνται σε μια βιοκοινότητα αποτελούν το “λειτουργικό χώρο” της, ενώ η λειτουργική ποικιλότητα κάθε υποσυνόλου αντιστοιχεί στην επιφάνεια του λειτουργικού χώρου που καταλαμβάνουν οι χαρακτήρες των ειδών του υποσυνόλου. Εκτιμήθηκε έτσι η συνεισφορά κάθε κατηγορίας (ενδημικά, ιθαγενή-μη ενδημικά, εξωτικά) στο σύνολο του λειτουργικού χώρου για τις αράχνες και τα κολεόπτερα.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, το πρότυπο της λειτουργικής ποικιλότητας ήταν συνάρτηση της σχέσης έκτασης-αριθμού ειδών, με τη λειτουργική ποικιλότητα να ακολουθεί την αύξηση του αριθμού ειδών για όλες τις κατηγορίες κατανομής, τόσο για τις αράχνες όσο και για τα κολεόπτερα, ενώ η συμμετοχή της κάθε κατηγορίας στο σύνολο του λειτουργικού χώρου ήταν ανάλογη του αριθμού των ειδών της. Τα ξενικά είδη αραχνών διέφεραν περισσότερο ως προς τους λειτουργικούς τους χαρακτήρες από τα ιθαγενή, σε αντίθεση με τα είδη των κολεοπτέρων, στα οποία τα εξωτικά και τα ιθαγενή διέφεραν λιγότερο μεταξύ τους. Ενδέχεται, επομένως, η αύξηση της μεταναστευτικής ροής λόγω της ανθρώπινης παρουσίας στα νησιά του αρχιπελάγους ή/και οι διαφορές ως προς τις απώλειες ιθαγενών ειδών μεταξύ των δύο ταξινομικών ομάδων, να επηρέασαν σε μεγαλύτερο βαθμό τη βιοκοινότητα των αραχνών απ’ ό,τι αυτή των κολεοπτέρων. Ακόμα, όσον αφορά τα κολεόπτερα, αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν για τα είδη που είναι παρόντα στις νησίδες φυσικού δάσους σε τρία από τα εννέα νησιά του αρχιπελάγους έδειξαν πως το φυσικό δάσος ενδέχεται να δρα ως φίλτρο για τα εξωτικά είδη, πρότυπο που δεν διαπιστώθηκε στην περίπτωση των αραχνών. Γενικά, παρότι το πρότυπο γραμμικής (και άρα μη κορεσμένης) αύξησης μεταξύ λειτουργικής ποικιλότητας και αριθμού εξωτικών ειδών υποδηλώνει μια διαδικασία εμπλουτισμού του “λειτουργικού χώρου” με νέους χαρακτήρες που βρίσκεται υπό εξέλιξη, είναι απαραίτητο να διερευνηθεί πώς τα αποτελέσματα αυτά δύνανται να επηρεάσουν τις έως τώρα εκτιμήσεις του χρέους εξαφάνισης που έχει διαμορφωθεί για τα ιθαγενή είδη.

http://www.pnas.org/content/111/38/13709.abstract